- φράζω
- έφραξα, φράχτηκα, φραγμένος1. μτβ., κατασκευάζω φραγμό, περιφράζω, προστατεύω με φράχτη: Φράζω το περιβόλι.2. αποκλείω πέρασμα, αποφράζω, κλείνω: Οι κορμοί δέντρων έφραξαν το δρόμο.3. κλείνω στόμιο, βουλώνω, στουμπώνω: Να φράξεις με τάπα το σωλήνα.4. αμτβ., αποφράζομαι, βουλώνω: Η τρύπα του ντεπόζιτου έφραξε.5. το ουδ. πληθ. της μτχ. ως ουσ., φραγμένα τα περιφραγμένα χωράφια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.